παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… … Dictionary of Greek
παραγίνομαι — παραγίγνομαι to be beside pres ind mp 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγίνωμα — και παραγένωμα, το [παραγίνομαι] το αποτέλεσμα τού παραγίνομαι, υπερβολική ωρίμαση καρπού … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
παραγίγνομαι — ΜΑ βλ. παραγίνομαι … Dictionary of Greek
υπερπεπαίνομαι — Α (αποθ.) ωριμάζω περισσότερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πεπαίνω «ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek
υπερωριμάζω — Ν [ωριμάζω] ωριμάζω πάρα πολύ, παραγίνομαι … Dictionary of Greek
ՀԱՍԱՆԵՄ — (հասի, հա՛ս, սէ՛ք.) NBH 2 0050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c չ. ՀԱՍԱՆԵՄ որ եւ ՀԱՍԱՆԻՄ. ռմկ. հասնիլ. παραγίνομαι , φθάνω, ἁφικνέομαι, προσέρχομαι pervenio, advenio ἑφάπτομαι, ἑφίστημι supervenio… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀՊԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0126 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ձ. παραγίνομαι, πάρειμι advenio, adsum ἄπτω, ἄπτομαι tango, attingo. Հուպ լինել. հպաւորիլ. մատչել. մերձենալ. շօշափել. յարիլ. կցիլ. զուգաւորիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)